Κομήτῃ

Κομήτῃ
Κομήτης
wearing long hair
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομήτῃ — κομήτης wearing long hair masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομήτηι — Κομήτῃ , Κομήτης wearing long hair masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομήτηι — κομήτῃ , κομήτης wearing long hair masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • Αιγιαλεία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά του Άργους Αδράστου και της Αμφιθέας, σύζυγος του ήρωα του Τρωικού πολέμου Διομήδη. Αρχικά ήταν πιστή σύζυγος, όταν όμως σε κάποια μάχη ο Διομήδης τραυμάτισε την Αφροδίτη, η θεά, για να τον εκδικηθεί,… …   Dictionary of Greek

  • Ικέγια-Σέκι — (Αστρον.). Κομήτης που επισημάνθηκε από δύο ερασιτέχνες Ιάπωνες παρατηρητές, τους Καόρου Ικέγια και Τσουτόμου Σέκι, στις 18 Σεπτεμβρίου 1965. Ο κομήτης αυτός αναμενόταν να συγκρουστεί με τον Ήλιο, αλλά τελικά πέρασε δίπλα του στις 21 Οκτωβρίου… …   Dictionary of Greek

  • Όλμπερς, Χάινριχ Βίλχελμ Ματίας — (Heinrich Wilhelm Matthaus Olbers, Βρέμη 1758 – 1840). Γερμανός αστρονόμος και γιατρός. Αρχικά εξασκούσε το ιατρικό επάγγελμα, το οποίο όμως γρήγορα εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με ζήλο με την αστρονομία και ιδιαίτερα με τους κομήτες. Το 1796… …   Dictionary of Greek

  • Τέμπελ, Ερνστ Βίλχελμ Λέμπερεχτ — (Tempel, Νίντερ Κούνερσντορφ, Σαξονία 1821 – Φλωρεντία 1889). Γερμανός αστρονόμος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σχεδιαστής λιθογράφος, αλλά είχε το πάθος της αστρονομίας και τελικά αφοσιώθηκε σε αυτήν. Στη Βενετία, με ένα μέτριο τηλεσκόπιο,… …   Dictionary of Greek

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”